ἔτρεμε

ἔτρεμε
τρέμω
tremble
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Γίγαντες — Μυθολογικά πρόσωπα. Όντα με ανθρώπινη μορφή αλλά με υπερφυσικές διαστάσεις και δύναμη. Κατά την ελληνική μυθολογία, αποτελούσαν την προσωποποίηση των καταστρεπτικών και ανεξέλεγκτων δυνάμεων της φύσης (π.χ. σεισμοί), σε αντίθεση με τους θεούς.… …   Dictionary of Greek

  • καταπτόηση, η — καταπτόηση, η,  εκφοβισμός, κατατρόμαγμα:  Ήταν τόση η καταπτόησή του, ώστε έτρεμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”